„ψυχιατρική“: θηλυκό ψυχιατρική [psiçiatriˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Psychiatrie Psychiatrieθηλυκό | Femininum, weiblich f ψυχιατρική ψυχιατρική