„ψιθυρίζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ψιθυρίζω [psiθiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leise sprechen, tuscheln, murmeln, summen, flüstern (zu)flüstern (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) ψιθυρίζω ψιθυρίζω leise sprechen ψιθυρίζω μιλώ χαμηλόφωνα ψιθυρίζω μιλώ χαμηλόφωνα tuscheln ψιθυρίζω συζητώ χαμηλόφωνα ψιθυρίζω συζητώ χαμηλόφωνα murmeln ψιθυρίζω μουρμουρίζω ψιθυρίζω μουρμουρίζω summen ψιθυρίζω τραγούδι ψιθυρίζω τραγούδι