„ψηφιακοποιώ“: μεταβατικό ρήμα ψηφιακοποιώ [psifiakopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) digitalisieren digitalisieren ψηφιακοποιώ ψηφιακοποιώ