„ψεύτικος“ ψεύτικος [ˈpseftikos], ψεύτικη, ψεύτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unecht, nicht echt, unecht, falsch, künstlich, falsch billig unecht, nicht echt ψεύτικος μη αληθής ψεύτικος μη αληθής unecht, falsch ψεύτικος προσποιητός ψεύτικος προσποιητός künstlich, falsch ψεύτικος τεχνητός ψεύτικος τεχνητός billig ψεύτικος μικρής αξίας ψεύτικος μικρής αξίας