„ψευτιά“: θηλυκό ψευτιά [psefˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lüge, Betrug, Trick Lügeθηλυκό | Femininum, weiblich f ψευτιά ψέμα ψευτιά ψέμα Betrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψευτιά απάτη ψευτιά απάτη Trickαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψευτιά κόλπο ψευτιά κόλπο examples ψευτιές! alles Lüge! ψευτιές!