„ψεκαστήρας“: αρσενικό ψεκαστήρας [psekasˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zerstäuber Zerstäuberαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψεκαστήρας ψεκαστήρας