„ψαρότοπος“: αρσενικό ψαρότοπος [psaˈrotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischgrund Fischgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψαρότοπος ψαρότοπος