„ψαρόβαρκα“: θηλυκό ψαρόβαρκα [psaˈrovarka]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischerboot Fischerbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψαρόβαρκα ψαρόβαρκα