„ψαροταβέρνα“: θηλυκό ψαροταβέρνα [psarotaˈverna]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischlokal Fischlokalουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψαροταβέρνα ψαροταβέρνα