„ψαραγορά“: θηλυκό ψαραγορά [psaraɣoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischmarkt Fischmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψαραγορά ψαραγορά