ψαράς
[psaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fischerαρσενικό | Maskulinum, männlich mψαράς επαγγελματίαςψαράς επαγγελματίας
- Anglerαρσενικό | Maskulinum, männlich mψαράς ερασιτέχνηςψαράς ερασιτέχνης
- Fischhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mψαράς έμποροςψαράς έμπορος