„ψέλλισμα“: ουδέτερο ψέλλισμα [ˈpselizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stammeln Stammelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψέλλισμα ψέλλισμα