„χωριουδάκι“: ουδέτερο χωριουδάκι [xorjuˈðakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weiler Weilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χωριουδάκι χωριουδάκι