„χωρίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα χωρίζομαι [xoˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abtrennen, sich teilen, sich gliedern sich abtrennen χωρίζομαι αποσπώμαι χωρίζομαι αποσπώμαι sich teilen χωρίζομαι διαιρούμαι χωρίζομαι διαιρούμαι sich gliedern χωρίζομαι ταξινομούμαι χωρίζομαι ταξινομούμαι