„χωνεύω“: μεταβατικό ρήμα χωνεύω [xoˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdauen verdauen χωνεύω χωνεύω examples δεν τον/την χωνεύω ich kann ihn/sie nicht leiden δεν τον/την χωνεύω