„χτενίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα χτενίζομαι [xteˈnizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich kämmen, sich frisieren sich kämmen χτενίζομαι χτενίζομαι sich frisieren (lassen) χτενίζομαι κάνω κόμμωση χτενίζομαι κάνω κόμμωση