„χρονίζω“: αμετάβατο ρήμα χρονίζω [xroˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ein Jahr alt werden, sich hinziehen, chronisch werden ein Jahr alt werden χρονίζω γίνομαι ενός έτους χρονίζω γίνομαι ενός έτους sich hinziehen χρονίζω διαρκώ πολύ χρονίζω διαρκώ πολύ chronisch werden χρονίζω ιατρική | Medizinιατρ χρονίζω ιατρική | Medizinιατρ