„χρίσμα“: ουδέτερο χρίσμα [ˈxrizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Konfirmation Konfirmationθηλυκό | Femininum, weiblich f χρίσμα περ χρίσμα περ