„χοντροκέφαλος“: επίθετο, ως επίθετο χοντροκέφαλος [xondroˈkjefalos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χοντροκέφαλη, χοντροκέφαλο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dickköpfig dickköpfig χοντροκέφαλος χοντροκέφαλος „χοντροκέφαλος“: αρσενικό και θηλυκό χοντροκέφαλος [xondroˈkjefalos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dickkopf Dickkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m χοντροκέφαλος χοντροκέφαλος