„χλωροτύρι“: ουδέτερο χλωροτύρι [xloroˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frischkäse Frischkäseαρσενικό | Maskulinum, männlich m χλωροτύρι χλωροτύρι