χιτλερικός
[çitleriˈkos], χιτλερική, χιτλερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- χιτλερική νεολαίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHitlerjugendθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χιτλερικός χαιρετισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHitlergrußαρσενικό | Maskulinum, männlich m