„χερούκλα“: θηλυκό χερούκλα [çeˈrukla]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pranke, Tatze Prankeθηλυκό | Femininum, weiblich f χερούκλα Tatzeθηλυκό | Femininum, weiblich f χερούκλα χερούκλα