χειροτέχνημα
[çiroˈtexnima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fχειροτέχνημα αντικείμενοχειροτέχνημα αντικείμενο
Thank you for your feedback!