χειραγώγηση
[çiraˈɣojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Manipulationθηλυκό | Femininum, weiblich fχειραγώγηση αρνητικός επηρεασμόςχειραγώγηση αρνητικός επηρεασμός