„χειράμαξο“: θηλυκό χειράμαξο [çiˈramakso]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leiterwagen Leiterwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m χειράμαξο χειράμαξο