χαϊδεύω
[xaiˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- streicheln, liebkosenχαϊδεύωχαϊδεύω
- verwöhnen, verhätschelnχαϊδεύω καλομαθαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχαϊδεύω καλομαθαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ