„χαφιεδισμός“: αρσενικό χαφιεδισμός [xafjeðizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bespitzelung Bespitzelungθηλυκό | Femininum, weiblich f χαφιεδισμός χαφιεδισμός