„χασίσι“: ουδέτερο χασίσι [xaˈsisi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haschisch, Hasch Haschischουδέτερο | Neutrum, sächlich n χασίσι χασίσι Haschουδέτερο | Neutrum, sächlich n χασίσι οικείο | umgangssprachlichοικ χασίσι οικείο | umgangssprachlichοικ