„χαροποιώ“: μεταβατικό ρήμα χαροποιώ [xaropiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erfreuen erfreuen χαροποιώ χαροποιώ