χαράματα
[xaˈramata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tagesanbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαράματαMorgendämmerungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαράματαχαράματα