„χαμηλόφωνα“: επίρρημα χαμηλόφωνα [xamiˈlofona]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) halblaut, leise halblaut, leise χαμηλόφωνα χαμηλόφωνα examples μιλώ χαμηλόφωνα leise sprechen μιλώ χαμηλόφωνα