„χαλβάς“: αρσενικό χαλβάς [xalˈvas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Halwa Halwaουδέτερο | Neutrum, sächlich n (Grießkuchen mit Zuckerκαι | und κ. Öl) χαλβάς χαλβάς
„χαλβάς“: αρσενικό χαλβάς [xalˈvas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blödian Blödianαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλβάς χαλβάς