„χαλάκι“: ουδέτερο χαλάκι [xaˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Matte (Fuß-)Matteθηλυκό | Femininum, weiblich f χαλάκι χαλάκι examples χαλάκι εισόδου Fußabtreterαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλάκι εισόδου