„χαζοθήλυκο“: ουδέτερο χαζοθήλυκο [xazoˈθiliko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tussi Tussiθηλυκό | Femininum, weiblich f χαζοθήλυκο χαζοθήλυκο