χάνομαι
[ˈxanome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verloren gehen, verschwindenχάνομαι εξαφανίζομαιχάνομαι εξαφανίζομαι
- χάνομαι καταστρέφομαι
- ohnmächtig werdenχάνομαι λιποθυμώχάνομαι λιποθυμώ
- χάνομαι ακολουθώ λανθασμένο δρόμο
- sich verfahrenχάνομαι οδηγώνταςχάνομαι οδηγώντας
- χάνομαι πεθαίνω
- schwindenχάνομαι ελπίδαχάνομαι ελπίδα
- verrückt werdenχάνομαι τρελαίνομαιχάνομαι τρελαίνομαι