φύτευση
[ˈfitefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anpflanzenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφύτευσηPflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fφύτευσηAnpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fφύτευσηφύτευση