„φωστήρας“: αρσενικό φωστήρας [fosˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leuchte Leuchteθηλυκό | Femininum, weiblich f φωστήρας φωστήρας