„φωλιάζω“: αμετάβατο ρήμα φωλιάζω [foˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nisten nisten φωλιάζω φωλιάζω