φωλιά
[foˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nestουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωλιάφωλιά
examples
- φωλιά κάστοραBiberbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φωλιά πελαργούStorchennestουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φωλιά πουλιούVogelnestουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples