φυσιογνωμικός
[fisioɣnomiˈkos], φυσιογνωμική, φυσιογνωμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- φυσιογνωμικός έλεγχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGesichtskontrolleθηλυκό | Femininum, weiblich f