„φτύσιμο“: ουδέτερο φτύσιμο [ˈftisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spucken Spuckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φτύσιμο φτύσιμο