„φτωχικός“ φτωχικός [ftoçiˈkos], φτωχική, φτωχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ärmlich, dürftig, bescheiden ärmlich, dürftig φτωχικός φτωχικός bescheiden φτωχικός εισόδημα φτωχικός εισόδημα