„φτερουγίζω“: αμετάβατο ρήμα φτερουγίζω [fteruˈjizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flattern flattern φτερουγίζω φτερουγίζω