„φταίω“: αμετάβατο ρήμα φταίω [ˈfteo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <φταις; έφταιξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schuld sein schuld sein (για an+δοτική | +Dativ +dat) φταίω είμαι υπαίτιος φταίω είμαι υπαίτιος examples εσύ τι φταις? was kannst du dafür? εσύ τι φταις? δε φταίω εγώ ich kann nichts dafür δε φταίω εγώ ποιος φταίει? wer ist schuld (daran)? ποιος φταίει?