„φτέρνισμα“: ουδέτερο φτέρνισμα [ˈfternizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Niesen Niesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φτέρνισμα φτέρνισμα