φριχτός
[frixˈtos], φριχτή, φριχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schauerlichφριχτόςφριχτός
examples
- φριχτό νέοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchreckensmeldungθηλυκό | Femininum, weiblich fSchreckensnachrichtθηλυκό | Femininum, weiblich f