„φρεσκότατος“ φρεσκότατος [fresˈkotatos], φρεσκότατη, φρεσκότατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) taufrisch taufrisch φρεσκότατος φρεσκότατος