Greek-German translation for "φρέσκο"
"φρέσκο" German translation
φρέσκο νερόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Frischwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φρέσκο νερόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φρέσκο κρεμμυδάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Frühlingszwiebelθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lauchzwiebelθηλυκό | Femininum, weiblich f
φρέσκο κρεμμυδάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φρέσκο γάλαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Frischmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f
φρέσκο γάλαουδέτερο | Neutrum, sächlich n