„φούσκωμα“: ουδέτερο φούσκωμα [ˈfuskoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufblasen Aufblasenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φούσκωμα φούσκωμα