φούσκα
[ˈfuska]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Haut-)Blaseθηλυκό | Femininum, weiblich fφούσκα στο δέρμαφούσκα στο δέρμα
- Blaseθηλυκό | Femininum, weiblich fφούσκα στο νερόφούσκα στο νερό
- Luftballonαρσενικό | Maskulinum, männlich mφούσκα μπαλόνιφούσκα μπαλόνι